μουσικός

μουσικός
-ή, -ό, θηλ. και -ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, -ή, -όν, Α δωρ. τ. μωσικός, -ά, -όν) [μούσα (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.)
2. αυτός που έχει κλίση στη μουσική, προικισμένος με έμφυτη μουσικότητα
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η μουσικός
γυναίκα που έχει ως επάγγελμα την τέχνη τής μουσικής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μουσικά
το μάθημα τής μουσικής
νεοελλ.-μσν.
1. ευχάριστος στην ακοή, μελωδικός, αρμονικός («και πλέωσι γέμοντα έρωτος και φωνών μουσικών θαλάσσια ξύλα», Κάλβ.)
2. αυτός που παράγει μουσική («μουσικό όργανο»).
3. το αρσ. ως ουσ. ο μουσικός
ο γνώστης τής μουσικής, συνθέτης, καθηγητής ή εκτελεστής μουσικής
μσν.-αρχ.
αοιδός
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πνευματική καλλιέργεια, αυτός που έχει επίδοση στις καλές τέχνες και στα γράμματα, σε αντιδιαστολή προς τον αμαθή
2. ευπρεπής, σεμνός
3. (για πράγματα ή καταστάσεις) πρόσφορος, κατάλληλος, αρμόδιος
4. ευάρεστος, ευχάριστος
5. το αρσ. ως ουσ. λυρικός ποιητής, σε αντιδιαστολή προς τον επικό
6.) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η μουσική.
επίρρ...
μουσικώς και -ά (ΑΜ μουσικῶς)
1. από μουσική άποψη
2. κατά τους κανόνες τής μουσικής, αρμονικά, μελωδικά
νεοελλ.
με μουσικό τρόπο
αρχ.
με ευπρέπεια («ὁ ὀρθὸς ἔρως πέφυκε... σωφρόνως τε καὶ μουσικῶς ἐρᾱν», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουσικός — musical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικός — ή, ό 1. αυτός που ακούγεται ευχάριστα, ο αρμονικός, ο μελωδικός: Μουσικός ήχος. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική: Μουσικό όργανο. – Μουσική εκδήλωση. ο, η ο καλλιτέχνης που ασχολείται με τη μουσική, ο μουσικοσυνθέτης, ο εκτελεστής:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουσικώτερον — μουσικός musical adverbial comp μουσικός musical masc acc comp sg μουσικός musical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωσικά — μουσικός musical neut nom/voc/acc pl (doric) μωσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc/acc dual (doric) μωσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικωτέρων — μουσικός musical fem gen comp pl μουσικός musical masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικόν — μουσικός musical masc acc sg μουσικός musical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικώτατα — μουσικός musical adverbial superl μουσικός musical neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικώτατον — μουσικός musical masc acc superl sg μουσικός musical neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωσικόν — μουσικός musical masc acc sg (doric) μουσικός musical neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακομπανιαμέντο — Μουσικός όρος. Βλ. λ. μουσική συνοδεία. * * * (Μουσ.) ρυθμική συνοδεία* φωνητική ή οργανική μιας μελωδιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”